προγυμνάσῃς

προγυμνάσῃς
προγυμνάζω
exercise
aor subj act 2nd sg
προγυμνάζω
exercise
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προγυμναστήριο — το, Ν 1. ειδικός χώρος προγύμνασης 2. ναυτ. πλοίο όπου διαμένουν και προγυμνάζονται οι νεοσύλλεκτοι ναύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγυμνάζω + επίθημα τήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”